- επιμήδιο
- (epimedium). Γένος φυτών της οικογένειας των βερβερίδων. Πρόκειται για φυτά ποώδη και ριζωματοφόρα με φύλλα σύνθετα και άνθη μικρά διαφόρων χρωμάτων, σε απλές ή σύνθετες ταξιανθίες. Τα πέταλά τους είναι σταυρωτά και τα περισσότερα καλύπτονται με πεταλόμορφα σέπαλα. Υπάρχουν 20-25 είδη ε. που φύονται στην Ασία, στην Ευρώπη και στη βορειοδυτική Αφρική. Μερικά είδη έχουν διακοσμητική φύση σε πετρώδη κυρίως μέρη, όπως το ε. το αλπικό, που φύεται στις Άλπεις και στα Βαλκάνια, και το ε. το κολχικό, που φύεται στην Υπερκαυκασία.
Άνθη του φυτού επιμήδιο το αλπικό.
* * *τοριζωματώδης πόα τού βόρειου ημισφαιρίου.
Dictionary of Greek. 2013.